αμνηστεύω — αμνηστεύω, αμνήστευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αμνηστεύω — 1. ενεργ. δίνω αμνηστία, συγχωρώ για το αδίκημα που διαπράχθηκε 2. παθ. μού δίνεται αμνηστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμνηστος. ΠΑΡ. αμνήστευτος νεοελλ. αμνήστευση, αμνηστεύσιμος] … Dictionary of Greek
άμνηστος — ἄμνηστος, ον (Α) αυτός που ξεχάστηκε, ο λησμονημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μνηστὸς < μιμνήσκω. ΠΑΡ. αμνηστία, αμνήστευτος, αμνηστικός, αρχ. ἀμνηστεύω, νεοελλ. αμνήστευση, αμνηστεύσιμος, αμνηστευτικός, αμνηστεύω, αμνηστώ] … Dictionary of Greek
αμνήστευση — η [αμνηστεύω] παροχή αμνηστίας … Dictionary of Greek
αμνήστευτος — (I) η, ο (Α ἀμνήστευτος, ον) [μνηστεύω] νεοελλ. αυτός που ακόμη δεν μνηστεύθηκε, δεν αρραβωνιάστηκε αρχ. (για γυναίκα) αυτή που δεν έγινε νόμιμη σύζυγος, η παλλακίδα. (II) η, ο αυτός που δεν του δόθηκε αμνηστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αμνηστευτός <… … Dictionary of Greek
αμνηστευτικός — ή, ό [αμνηστεύω] αυτός μέσω τού οποίου παρέχεται αμνηστία … Dictionary of Greek
αμνηστεύσιμος — η, ο [αμνηστεύω] 1. ο άξιος να αμνηστευθεί, να τύχει αμνηστίας 2. αυτός που βάσει ειδικού νόμου είναι δυνατό να αμνηστευθεί … Dictionary of Greek